Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφιλότιμη
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλότιμη [afilόtimi] η,
  • ① dishonorable woman:
    • είδα το γόνατό της και εκείνη η ~ .. ξεσκέπασε όσο μπορούσε περισσότερα (Petsalis)
  • ② damned woman, confounded woman, bitch:
    • δεν κατάφερα να τσιμπήσω της γριάς μου ούτε πεντάρα· όσο γερνάει, τόσο τσιγγουνεύεται η ~ (Xenop)
  • ⓐ used as a term of admiration βρε την ~, όμορφη που είναι!:
    • νησιώτισσα άσπρη σαν τον αφρό της μπίρας και γεμάτη ελιές η ~ (Xenop) |
    • την είδες την ~ τι πρόσωπο έχει! (Panagiotop)

[substantiv. f of αφιλότιμος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go