Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλόξενα [afilόksena] adv
- inhospitably (ant φιλόξενα):
- υποδέχτηκαν ~ τους ξένους |
- poem .. τυραννούσε | ληστρικά κι ~ της Eλευσίνας | τα μέρη κλ (Diktaios)
[der of αφιλόξενος]
- inhospitably (ant φιλόξενα):



