Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφιλόκερδος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλόκερδος, -η, -ο [afilόcer∂os] (L) = αφιλοκερδής
:
  • ~ δάσκαλος, δημιουργός, ιδανιστής |
  • αφιλόκερδη αγάπη, εμπιστοσύνη, παλληκαριά, πράξη, ψυχή |
  • αφιλόκερδο χαμόγελο |
  • αμείβουν .. τις πιο αφιλόκερδες υπηρεσίες με χρυσάφι (Kazantz) |
  • προσφέρει ό,τι μπορεί καλύτερο .. για την αφιλόκερδη εξυπηρέτηση του κοινωνικού οργανισμού (Theotokas) |
  • ελεύθερο και αφιλόκερδο παιχνίδι της επινοητικής φαντασίας (Sachinis)

[der of αφιλοκερδής: cf ακριβός (ακριβής), αυτότελος (αυτοτελής), άφανος (αφανής) etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go