Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφηγούμενος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγούμενος [afiγúmenos] ο, (L)
  • person narrating sth, narrator (near-syn αφηγητής):
    • υπάρχει και στον αφηγούμενο και στον ακροατή του η συνείδηση ότι αφήνεται σε πλάσματα της αδέσμευτης φαντασίας (Papanoutsos)

[fr kath (neol) ο αφηγούμενος, substantiv. m of prp of αφηγούμαι; cf PatrG ὁ ἀφηγούμενος 'abbot' (Callinicus, 5th c.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go