Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφερεγγυότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφερεγγυότητα η [aferengiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αφερέγγυου, η έλλειψη φερεγγυότητας, αναξιοπιστία. ANT φερεγγυότητα.

[λόγ. αφερέγγυ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφερεγγυότητα [afereŋɟiόtita] η, (L) commerce, law
  • inability to pay debts, insolvency (syn αφερέγγυο, ant φερεγγυότητα):
    • οικονομική ~ |
    • οι πλούσιες χώρες βρέθηκαν σε κατάσταση αφερεγγυότητας |
    • τότε μας υμνούσαν και σήμερα μας κατηγορούν για ~ (Palaiologos) |
    • η αγωγή δεν είχε αποτέλεσμα εξαιτίας .. της αφερεγγυότητας του εναγομένου (Theotokas) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1895 etc]) αφερεγγυότης, cpd w. kath φερεγγυότης (1894 etc)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go