Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφερέγγυος -α -ο [aferéngios] Ε6 : (για πρόσ.) που δεν μπορούν να του έχουν εμπιστοσύνη, που είναι αναξιόπιστος συνήθ. στις οικονομικές του υποχρεώσεις. ANT φερέγγυος: ~ έμπορος / επιχειρηματίας / πελάτης. ~ άνθρωπος, δεν μπορείς να στηριχτείς στα λόγια του.
[λόγ. α- 1 φερέγγυος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφερέγγυος1 [aferéŋɟios] ο, (L) commerce, law
- person unable to pay debts, insolvent, defaulter
[substantiv. m of αφερέγγυος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφερέγγυος2, -α, -ο [aferéŋɟios] (L) commerce, law
- unable to pay debts, insolvent (near-syn αναξιόπιστος, ant αξιόχρεος, φερέγγυος):
- ~ έμπορος, οφειλέτης, χρηματιστής |
- ~ χαρτοπαίχτης |
- αφερέγγυα δημόσια διοίκηση |
- δανείζει ποτέ ο κυρ Xαράλαμπος αφερέγγυο άνθρωπο χωρίς ενέχυρο; (Xenop) |
- με ποιο δικαίωμα θεώρησαν αφερέγγυο τ' όνομά του; (Plaskovitis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1871]) αφερέγγυος, cpd w. kath φερέγγυος ← AG]
- unable to pay debts, insolvent (near-syn αναξιόπιστος, ant αξιόχρεος, φερέγγυος):



