Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφεντομουτσουνάρα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντομουτσουνάρα [afendomutsunára] η, w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc) used iron. as a pers-pron I,
  • you, he etc (syn αφεντιά 2):
    • ήρθε κι η ~ του να μας κάνει κουμάντο |
    • κι αυτό είναι δικό μου κι εκείνο της αφεντιάς μου κι εκείνο της αφεντομουτσουνάρας μου (Ouranis)

[cpd w. μουτσουνάρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go