Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφεντομουτσουνάρα [afendomutsunára] η, w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc) used iron. as a pers-pron I,
- you, he etc (syn αφεντιά 2):
- ήρθε κι η ~ του να μας κάνει κουμάντο |
- κι αυτό είναι δικό μου κι εκείνο της αφεντιάς μου κι εκείνο της αφεντομουτσουνάρας μου (Ouranis)
[cpd w. μουτσουνάρα]
- you, he etc (syn αφεντιά 2):



