Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφεντάκης ο.
-
- 1) Πατέρας (θωπευτ.):
- Μη με ξυπνάς, … να ζήσεις, αφεντάκη (Θυσ. 487).
- 2) Ως προσφών. αγαπημένου προσώπου:
- Τι έχεις, αφεντάκη μου, και βαριαναστενάζεις; (Eρωτοπ. 367).
[<ουσ. αφέντης + κατάλ. ‑άκης. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Πατέρας (θωπευτ.):



