Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφανώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφανώς [afanós] adv (L)
  • out of sight, not manifestly, without revealing, in obscurity (syn αφανέρωτα, ant φανερά):
    • οι δουλειές αυτές δίνουν αφειδώς και ~(TAthanasiadis) |
    • η τραγωδία συνδέει τα ~ διαδραματιζόμενα με τη σκηνή μέσα από τις αντιδράσεις του χορού της (Lekatsas, adapted) |
    • η παράταξη αυτή προσανατολίζεται, άλλοτε περισσότερο ή φανερώτερα και άλλοτε λιγότερο ή αφανέστερα, προς το ματεριαλισμό (Papanoutsos)

[fr kath αφανώς ← AG (Thuc., Xenoph.), der of ἀφανής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go