Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αφανός ο,
βλ. φανός.
[Λεξικό Γεωργακά]
άφανος, -η, -ο [áfanos]
  • not visible, invisible, unseen, unperceived (syn αφανής2 1):
    • ίσως μπορέσομε να φτιάξομε μια όμορφη ζωή· .. μιαν άφανη ζωή (KPolitis)

[fr postmed άφανος ← K (pap: dub. sense), der of ἀφανής; cf άβλαβος (αβλαβής), άμαθος (αμαθής) etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφανόσκουπα [afanóskupa] η, region.
  • broom made of furze

[cpd w. σκούπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες