Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφανέρωτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφανέρωτα [afanérota] adv
  • without revealing o.s. or making o.s. known, in obscurity (syn αφανώς):
    • poem .. αντρείος είναι κι εκείνος που μένει μέσα στο ενδιαίτημα του φόβου και τον νικάει | σκληρά, ~, χωρίς δοξαστικά και νικητήρια (Pavleas)

[der of αφανέρωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go