Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφήγησις ‑ση η· εφήγησις.
-
- Διήγηση, εξιστόρηση:
- (Λίβ. Esc. 3477)·
- (βραχυλογ.):
- την θαυμαστήν την σύζυγον εκείνην, τήν είχασιν αφήγησιν στα κάστρη (Iμπ. 37).
[αρχ. ουσ. αφήγησις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- Διήγηση, εξιστόρηση:



