Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφάλι
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφάλι το [afáli] Ο44 : (λαϊκότρ.) αφαλός.

[μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον (δες στο αφαλός) υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφάλι [afáli] το, (& region. φάλι)
  • ① navel, umbilicus, belly button (syn αφαλός, L ομφαλός):
    • λύνεται τ' ~ του his navel comes undone (believed to be the cause of gastric pains) |
    • folks. τράβα τ' αργυρομάχαιρο, 'που τ' αργυρό φηκάρι | και βάρεσέ το το θεριό, πουκάτω 'που τ' ~ (Theros) |
    • poem κι ως στην κοιλιά κοντά στο ~ του τον χτύπησε, χυθήκαν | τα σπλάχνα του στη γη κλ (Homer Il 21.180 Kaz-Kakr)
  • ⓐ umbilical cord, navel string (syn αφαλός 1b, L ομφάλιος λώρος):
    • poem .. έβλεπαν στα χειμαδιά απ' τη γέννα | ακόμα με κρεμάμενο τ' ~ του τ' αρνί (Sikel)
  • ② fig central part or point, center, middle (syn αφαλός 2, κέντρο, L ομφαλός):
    • 'πέσαμε στ' ~ του σίφουνα' σκληρίζαν οι ναύτες (Vlami) |
    • φτάσανε στην πρωτεύουσα, το ~ του νησιού (Chrysanthis)
  • ③ round protruding ornament, boss, knob (syn L ομφάλιο, ομφαλός):
    • poem το κράνος με τα δυο τα κέρατα, τα τέσσερα τ' αφάλια | φοράει τ' ολόχρυσο κλ (Homer Il 5.743 Kaz-Kakr) |
    • παίρνει το ξομπλιαστό σκουτάρι του ..|..| κι απάνω του είκοσι ξεχώριζαν ~ από καλάι (ib 11.34 Kaz-Kakr)
  • ④ hatch, trapdoor (syn καταπακτή, καταρράχτης, γκλαβανή [& κλαβανή], μπουκαπόρτα):
    • έβγαλε το κεφάλι του από το φάλι τ' αμπαριού (Kontoglou)

[fr postmed (Somavera), MG αφάλιν (Machaeras 12.23) ← K (also pap) ὀμφάλιον, dimin of ὀμφαλός]

[Λεξικό Κριαρά]
αφάλιαστος, επίθ.
  • Aψευδής:
    • (Kυπρ. χφ. 156).

[<στερ. α‑ + φαλιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αφάλιν το,
βλ. ομφάλιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφάλιση η [afálisi] Ο33 : η αφαίρεση του αλατιού από παραθαλάσσιο έδαφος για να γίνει καλλιεργήσιμο.

[λόγ. αφ- (δες απο-) αρχ. ρ. ἁλι- (ἁλί ζω) `αλατίζω΄ -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. dessalage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφαλισμός ο [afalizmós] Ο17 : αφάλιση.

[λόγ. αφ- (δες απο-) αρχ. ρ. ἁλισ- (ἁλίζω) `αλατίζω΄ -μός μτφρδ. γαλλ. dessalage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go