Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυχενικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυχενικός -ή -ό [afxenikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον αυχένα, που αποτελεί μέρος του: Aυχενικοί σπόνδυλοι / τένοντες. Aυχενικό σύνδρομο.

[λόγ. αυχεν- (δες αυχένας) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυχενικός, -ή, -ό [af enikós] (L) anat
  • of or pertaining to a neck or cervix, cervical (syn τραχηλικός):
    • ~ μυς, σπόνδυλος |
    • αυχενικό νεύρο [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1836]) αυχενικός, der of AG (+) αὐχήν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες