Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόνομα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόνομα [aftόnoma] adv (L)
  • ① autonomously, independently, sovereignly (syn ανεξάρτητα 1, αυτεξούσια, αυτοδύναμα):
    • να φτιάσουν .. ανατολική ομοσπονδία από κράτη εθνικά, όπου στο καθένα μέσα να μπορεί να ζει ~ η αλλόφυλη ανατολική κοινότητα (IDragoumis) |
    • έχουν μέσα τους το πρόβλημα και τη δύναμη ~ να το λύσουν (Tsatsos) |
    • αν δεν ενεργεί ~ ο νους, δεν μεταλαβαίνει κανείς τίποτε από την εσώτατη ζωή της φιλοσοφίας (Theodorakop) |
    • λειτουργούσαν ~, παράλληλα προς την Aθήνα, οι πνευματικές εστίες των Eφτανήσων, της Πόλης κλ (Theotokas)
  • ② on one's own, independently, individually, separately (syn ανεξάρτητα 3, χωριστά):
    • ο Kάλβος τον σπάζει [τον δεκαπεντασύλλαβο] στα δυο του ημιστίχια, τα δουλεύει ~ (Dimaras) |
    • το κάθε άστρο αναπτύσσεται χωριστά και ακολουθεί ~ την τύχη του (Papatsonis)

[der of αυτόνομος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτονομάζομαι [aftonomázome] (& αυτοονομάζομαι) ipf αυτονομαζόμουν, aor αυτονομάστηκα, pf & plupf έχω-είχα αυτονομαστεί (& αυτονομασθεί), (L)
  • term o.s., call o.s., style o.s. (syn αυτοαποκαλούμαι, αυτοβαφτίζομαι, αυτοκαλούμαι 1):
    • έχω υπόψη μου μετάφραση έργου του σύγχρονου βιολόγου T.X., που αυτονομάζεται ευγενιστής (Saratsis) |
    • οι μαθητές του Xέγκελ, η εγελειανή αριστερά, όπως αυτονομάζονταν, κήρυτταν πως δεν υπάρχει πια θρησκεία (Evelpidis) |
    • πήρε την εξουσία και έγινε κυβέρνηση και αυτοονομάστηκε σύστημα (Samarakis) |
    • ο γλύπτης είχε αυτονομασθεί Nυμφόληπτος, δηλαδή εμπνευσμένος (παρμένος) από τις Nύμφες (Varelas) [fr kath (Koumanoudis αυτονομάζεσθαι [1889], αυτονομασθείσαι

[1896]), αυτονομάζομαι, cpd w. ονομάζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτονομαζόμενος, -η, -ο [aftonomazόmenos] (L) (& αυτοονομαζόμενος)
:
  • η αυτοονομαζόμενη διεθνής παμμακεδονική επιτροπή

[fr kath αυτονομαζόμενος, prp of αυτονομάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες