Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόκλειστο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτόκλειστο [aftόklisto] το, (L)
  • airtight vessel used for cooking (or sterilizing by pressurized steam), autoclave (near-syn χύτρα ατμού)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτόκλειστον, substantiv. n of kath αυτόκλειστος 'self-closing'; cf αυτόκλειστος θύρα (Koumanoudis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες