Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσχέδιο [aftos é∂io] το, (L)
- rough sketch or draft (syn σκαρίφημα, σκίτσο)
[fr kath το αυτοσχέδιον ← K (Galen, 2nd c. AD), substantiv. n of αυτοσχέδιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσχέδιος -α -ο [aftosxéδios] Ε6 : α.(για πρόσ.) που εκτελεί ένα ρόλο εντελώς περιστασιακά και χωρίς καμιά προετοιμασία: ~ ομιλητής / ρήτορας. β. (για πράξη, έργο) που γίνεται χωρίς προμελετημένο σχέδιο ή με πρόχειρα μέσα: Aυτοσχέδια ομιλία. Aυτοσχέδιο ποίημα. || (για κατασκεύασμα): ~ εκρηκτικός μηχανισμός. Aυτοσχέδια βόμβα.
[λόγ. < αρχ. αὐτοσχέδιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσχέδιος, -α, -ο [aftosçé∂ios] (L)
- ① extemporaneous, improvised, adlibbed, impromptu, offhand (syn αυτοσχεδιασμένος 1, near-syn απροετοίμαστος2 2, απροσχεδίαστος):
- ~ λόγος, στοχασμός, χορός |
- αυτοσχέδια εκδήλωση, κωμωδία |
- αυτοσχέδιο μοιρολόι, σόλο, τραγούδι |
- αυτοσχέδια δίστιχα |
- αυτοσχέδια θεατρική παράσταση |
- αυτοσχέδιες εισαγωγικές συγχορδίες |
- απάγγειλε χειρονομώντας έναν αυτοσχέδιο θούριο (TAthanasiadis) |
- στον συρτό δίνεται η ευκαιρία στους πρωτοχορευτές να κάνουν δημιουργικές και αυτοσχέδιες επιδείξεις (Stratou) |
- τον προσφώνησε με τους αυτοσχεδίους αυτούς στίχους (Skouzes)
- ② made fr available resources, improvised:
- αυτοσχέδια κατασκήνωση |
- αυτοσχέδιο πυροβόλο όπλο |
- τοποθέτησαν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχάνημα κάτω από αυτοκίνητο |
- οι αυτοσχέδιες χειροβομβίδες έπεφταν από τ' αόρατα χέρια βροχή (Panagiotop) |
- περνάγαμε από ένα αυτοσχέδιο καφενεδάκι, είδος πόρτα με δυο τραπεζάκια ίσα ίσα μέσα (Terzakis) |
- έκαμαν την πείρα τους επιστήμη αυτοσχέδια, .. ανακάλυψαν μόνοι τους την επίδραση της νύχτας στα φονικά μηχανήματα (Theotokas)
- ⓐ improvised for temporary use, makeshift, jury-rigged, jury (syn πρόχειρος):
- αυτοσχέδια γέφυρα, εξέδρα |
- naut~ ιστός jury mast |
- αυτοσχέδια άγκυρα jury anchor |
- αυτοσχέδιο πηδάλιο jury rudder |
- έστρωσε σε μια γωνιά τις δυο κουβέρτες .. και κουλουριάστηκε στο αυτοσχέδιο κρεβάτι του (Nirvanas) |
- έφτανε κι άλλα σύκα τραβώντας με μιαν αυτοσχέδια γκλίτσα τα κλαδιά (Vasilikos)
- ③ acting extempore or on the spur of the moment, practicing improvisation, improvising:
- είχαν σηκωθεί αυτοσχέδιοι ρήτορες στην εκκλησία να παραπονεθούν για τις οικονομικές δυσκολίες (Roufos) |
- τις Aπόκριες αυτοσχέδιοι ποιητές .. συνθέτουν διάφορα δίστιχα (Varelas) |
- ήταν πάντα ~, δε χρειαζότανε, ούτε στις πιο αποφασιστικές του εμφανίσεις, καμιά προπαρασκευή (Fteris)
- ⓑ not carefully prepared or organized, put together hastily fr available resources, makeshift (syn αυτοσχεδιασμένος 2):
- ο ~ δημοκρατικός στρατός |
- φτάνανε παράξενοι, αυτοσχέδιοι στρατιώτες, αρματωμένοι με μαχαίρια, κοντάρια και σουβλιά (Melas) |
- συγκροτήθηκε βιαστικά ένα απόσπασμα παράταιρο από ημιονηγούς, αδέσποτους τυφεκιοφόρους κλ· το αυτοσχέδιο τμήμα στάλθηκε να πιάσει θέσεις στα χωματοβούνια (Terzakis)
- ⓒ unmethodical, unstudied, amateurish, inexperienced, incompetent:
- ~ αρθρογράφος, αρχιτέκτονας, σοσιαλιστής |
- οι εμπρηστές δεν ήταν αυτοσχέδιοι εγκληματίες |
- τα περισσότερα στελέχη της [Kίνας] είναι αυτοσχέδια και αυτοσχημάτιστα (Panagiotop) |
- ~ κι αδίδαχτος είχε πρώιμες και καταπληχτικές επιτυχίες στην προσωπογραφία και στη γελοιογραφία (Valetas)
[fr kath αυτοσχέδιος ← ByzG, MG (Makremvolitis) ← K (Plut, Sull. 7), AG, cpd w. adj σχέδιος 'being near']
- ① extemporaneous, improvised, adlibbed, impromptu, offhand (syn αυτοσχεδιασμένος 1, near-syn απροετοίμαστος2 2, απροσχεδίαστος):



