Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοσυνειδητοποίηση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσυνειδητοποίηση [aftosini∂itopíisi] η, (L)
  • act or process of becoming conscious of o.s.:
    • για τις νέες γυναίκες ο φεμινισμός ήταν βασικά μια πρακτική εφαρμογή της αυτοσυνειδητοποίησης

[cpd w. συνειδητοποίηση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go