Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπροσκαλούμαι [aftoproskalúme] aor αυτοπροσκαλέσθηκα (L)
- invite o.s. (syn αυτοκαλούμαι 2):
- ο ελληνικός θίασος, που κάλεσαν ή αυτοπροσκαλέσθηκε, δεν εκπροσωπεί τη χώρα του (Thrylos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1896]) αυτοπροσκαλούμαι, cpd w. προσκαλούμαι]
- invite o.s. (syn αυτοκαλούμαι 2):



