Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοπροβολή
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπροβολή [aftoprovolí] η, (L)
  • projection of o.s. in the public eye, self-praise (syn αυτοδιαφήμιση):
    • έργα φιγούρας και αυτοπροβολής |
    • κάνουν ενέργειες για ~ |
    • ψοφάει για λιγουλάκι ~ |
    • στην εποχή αυτή της υπέρμετρης αυτοπροβολής .. κρύβουν κάτω από τον μόδιον την ακτινοβολία του λύχνου των (Palaiologos) |
    • οι εξομολογήσεις είναι μια άλλη μορφή αυτοπροβολής (Panagiotop, adapted)

[fr kath (neol) αυτοπροβολή, cpd w. προβολή (Soph. +)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go