Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπροβολή [aftoprovolí] η, (L)
- projection of o.s. in the public eye, self-praise (syn αυτοδιαφήμιση):
- έργα φιγούρας και αυτοπροβολής |
- κάνουν ενέργειες για ~ |
- ψοφάει για λιγουλάκι ~ |
- στην εποχή αυτή της υπέρμετρης αυτοπροβολής .. κρύβουν κάτω από τον μόδιον την ακτινοβολία του λύχνου των (Palaiologos) |
- οι εξομολογήσεις είναι μια άλλη μορφή αυτοπροβολής (Panagiotop, adapted)
[fr kath (neol) αυτοπροβολή, cpd w. προβολή (Soph. +)]
- projection of o.s. in the public eye, self-praise (syn αυτοδιαφήμιση):



