Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοπραγμάτωση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπραγμάτωση [aftopraγmátosi] η, (L)
  • self-realization, self-fulfillment:
    • η ~ αναγνωρίζει την αξία της ομορφιάς για την ανθρώπινη ζωή (Papanoutsos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1874, 1890]) αυτοπραγμάτωσις, cpd w. πραγμάτωσις (Koumanoudis: 1867, 1897) & ModG πραγμάτωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go