Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοπαρηγορούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοπαρηγορούμαι [aftopariγorúme] Ρ10.9β & αυτοπαρηγοριέμαι [aftopariγorjéme] Ρ10.11β : παρηγορώ τον εαυτό μου.

[λόγ. αυτο- + παρηγορούμαι· λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παρηγορούμαι > παρηγοριέμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπαρηγορούμαι [aftopariγorúme] (& D αυτοπαρηγοριέμαι) aor αυτοπαρηγορήθηκα (subj αυτοπαρηγορηθώ), (L)
  • console o.s.:
    • γιατί κι εγώ .. να μην έχω τη δύναμη να πιστέψω, να πιστεύω, ν' αγαπώ ν' αυτοπαρηγοριέμαι! (Palam) |
    • όλοι εσείς που προσπαθείτε ν' αυτοπαρηγορηθήτε, επινοήσατε ένα μύθο (Palaiologos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοπαρηγορούμαι, cpd w. παρηγορούμαι, this fr trans παρηγορώ 'comfort, console']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go