Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκριτικάρομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκριτικάρομαι [aftokritikárome] (L)
  • criticize o.s. (near-syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):
    • όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού, .. αυτοκριτικάρεται με πάθος, αλλά επιδερμικά (Tsirkas)

[cpd w. κριτικάρομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go