Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκριτικά [aftokritiká] adv (L)
- in a self-critical manner:
- δικαιολογούσε ~ τον εαυτό του σε πρόσφατη συνέντευξη ο ίδιος ο πρίγκιπας K.
[der of αυτοκριτικός]
- in a self-critical manner:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκριτικάρομαι [aftokritikárome] (L)
- criticize o.s. (near-syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):
- όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού, .. αυτοκριτικάρεται με πάθος, αλλά επιδερμικά (Tsirkas)
[cpd w. κριτικάρομαι]
- criticize o.s. (near-syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):



