Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκεφαλία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκεφαλία [aftocefalía] η, (L) Christ rel
  • state of being autocephalous or self-governing, autocephaly (syn το αυτοκέφαλο, near-syn το αυτεξούσιο, αυτονομία):
    • να ικανοποιήσει τον τσάρο και να θέσει τέρμα στην .. ~ της εκκλησίας της Pωσίας (Vacalop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοκεφαλία, der of αυτοκέφαλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go