Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκατηγορούμενος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκατηγορούμενος1 [aftokatiγorúmenos] ο, (L)
  • person accusing o.s., self-accuser:
    • δεν αποκλείεται να υπολογίζει και σ' αυτό το κέρδος ο ~ (Papanoutsos)

[substantiv. m of αυτοκατηγορούμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκατηγορούμενος2, -η, -ο [aftokatiγorúmenos] (L)
  • accusing o.s., self-accusing:
    • ο αγιορείτης καλόγερος .. είναι ~, πράγμα τόσο αγαπητό στους θρήσκους (Papantoniou) |
    • θα παραδοθεί στην αστυνομία ~ ότι τάχα τη σκότωσε (Athanasiadis-N)

[prp of αυτοκατηγορούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go