Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκατηγορούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκατηγορούμαι [aftokatiγorúme] Ρ10.9β : κατηγορώ τον εαυτό μου.

[λόγ. αυτο- + κατηγορούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκατηγορούμαι [aftokatiγorúme] αυτοκατηγορείται, aor αυτοκατηγορήθηκα, (L)
  • accuse o.s.:
    • γυναίκα που δικαιολογείται αυτοκατηγορείται (Kontogiannis) |
    • αυτοκατηγορήθηκε για μια απόπειρα που δεν είχε κάμει, για να σώσει .. τη ζωή των Iταλών ομήρων (Athanasiadis-N) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1895]) αυτοκατηγορούμαι, cpd w. κατηγορούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go