Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκατηγορία [aftokatiγoría] η, (L) (& D αυτοκατηγόρια)
- :
- το έθνος δεν βρήκε στον νέο βασιλέα ό,τι ζητούσε· η μόνη λοιπόν παρηγορία του ήταν η ~ (Papantoniou) |
- να εξασφαλίσει την απόλαυση του χριστιανού, που λέγεται τύψη και ~(id.) |
- poem ν' αρχίζεις με ψόγο και να καταλήγεις σε κατηγόρια, βαριά αυτοκατηγόρια, να σ' ακούσω! (Apostolidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοκατηγορία, cpd w. κατηγορία]



