Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθεραπεία [aftoθerapía] η, (L)
- capacity for or process of curing o.s., self-cure (syn αυτοθεραπευτική, αυτοΐαση):
- υπάρχουν μέσα στον οργανισμό ανυπολόγιστοι θησαυροί αυτοπροστασίας, αυτοθεραπείας και μεγάλης κατά του θανάτου αντιστάσεως (Katsigra, adapted) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1870, 1886, 1895]) αυτοθεραπεία, cpd w. θεραπεία]
- capacity for or process of curing o.s., self-cure (syn αυτοθεραπευτική, αυτοΐαση):



