Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοεξευτελισμός
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξευτελισμός [aftoekseftelizmós] ο,
  • self-inflicted shame or disgrace, self-humiliation (near-syn αυτοδιασυρμός):
    • αμόκ αυτοεξευτελισμού |
    • χρειάζεται πολλή τέχνη ή πολλή ειλικρίνεια, ώστε μια τέτοια εκμηδένιση να μην προκαλέσει τον αυτοεξευτελισμό, την αυτοταπείνωση (Panagiotop) |
    • ζητάει μέσα στη βρωμιά, τον αυτοεξευτελισμό και τον θάνατο, να βρει τη σωτηρία του (Skouloudis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοεξευτελισμός bes (1894) αυτεξευτελισμός, cpd w. εξευτελισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go