Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδύτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδύτης ο [aftoδítis] Ο10 : δύτης που χρησιμοποιεί αυτόνομο καταδυτικό εξοπλισμό.

[λόγ. αυτο- + δύτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go