Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδιορθώνομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιορθώνομαι [afto∂iorθόnome] aor subj αυτοδιορθωθώ
  • correct one's (own) ways or behavior, reform o.s.:
    • η αγωγή που παίρνομε .. ή η αμέλειά μας ν' αυτοδιορθωθούμε ..θέτουν το ζήτημα της ενοχής μας (Papanoutsos) |
    • όσα έκαμε αντίκεινται στους σκοπούς που έχει θέσει για τη ζωή του· και όταν αυτό το συνειδητοποιήσει, αυτοδιορθώνεται (Tatakis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1894]) αυτοδιορθώνομαι, cpd w. διορθώνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go