Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδικαίωση [afto∂icéosi] η,
- justification or validation of o.s.:
- η ποίηση υψώνεται σε μια πνευματική ~ μέσα σ' ένα αδιάλειπτο διάλογο εσωτερικό (Spandonidis)
[cpd w. δικαίωση ← PatrG, K, AG δικαίωσις]
- justification or validation of o.s.:



