Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιασυρμός [afto∂iasirmós] ο, (L)
- self-inflicted traducement or disgrace (near-syn αυτοεξευτελισμός):
- κατρακύλημα σ' ένα θλιβερότατο αυτοδιασυρμό (Palam) |
- παράδειγμα της .. καταβρωτικής εκείνης διάθεσης του αυτοδιασυρμού και αυτοστιγματισμού (Chourmouzios) |
- ένας τόσων χρονών πρωταγωνιστής δεν θα μπορούσε να αποφύγει έναν τέτοιον αυτοδιασυρμό; (Psathas)
[fr kath (neol) αυτοδιασυρμός, cpd w. διασυρμός]
- self-inflicted traducement or disgrace (near-syn αυτοεξευτελισμός):



