Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιάψευση η [aftoδiápsefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αυτοδιαψεύδομαι.
[λόγ. αυτο- + διάψευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιάψευση [afto∂iápsefsi] η, (L)
- act of proving o.s. false, denial of one's own words, belying of o.s.:
- ίσως αυτή η προσπάθεια .. να είναι και το έσχατο σκαλί του ρομαντισμού, η ~ και η αυτοκαταστροφή του (Tsatsos) |
- φέρνουν ντροπή .. οι περιστροφές, .. οι παλινωδίες και οι αυτοδιαψεύσεις της κυβερνήσεως (Terzakis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1894]), αυτοδιάψευσις, cpd w. διάψευσις]
- act of proving o.s. false, denial of one's own words, belying of o.s.:



