Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιάλυση [afto∂iálisi] η, (L)
- ① self-imposed or voluntary dispersal or dissolution:
- ~ της βουλής, της διαδήλωσης |
- επίσημη και πανηγυρική ~ [της EOKA] θα ήταν ο ωραιότερος επίλογος σ' ένα μεγαλειώδες έργο (Palaiologos) |
- η αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας .. του επιτρέπει να οραματίζεται γρήγορη την αυτοδιάλυσή της (Vranousis)
- ② self-annulment, self-cancellation (near-syn αυτοαναίρεση 1):
- το κωμικό .. είναι η αξίωση μιας φαινομενικής αξίας να θεωρηθεί πραγματική και έπειτα η ~ αυτής της αξίωσης (Papanoutsos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1893]) αυτοδιάλυσις, cpd w. MG διάλυσις]
- ① self-imposed or voluntary dispersal or dissolution:



