Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιάθεση η [aftoδiáθesi] Ο33 : το δικαίωμα κάθε λαού να ρυθμίζει ελεύθερα το πολιτικό του μέλλον: Ο σεβασμός της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών ενισχύει την παγκόσμια ειρήνη.
[λόγ. αυτο- + διάθε(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autodétermination (auto- = αυτο-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιάθεση [afto∂iáθesi] η, (L) polit
- ability or right to choose one's own political status or form of government, self-determination:
- υποστηρίζουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων |
- το εθνικό αίτημα για την ~ της Kύπρου δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί διαμιάς (Christidis)
[fr kath (neol) αυτοδιάθεσις, cpd w. MG διάθεσις ← AG]
- ability or right to choose one's own political status or form of government, self-determination: