Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοβιογραφούμενος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοβιογραφούμενος [aftovioγrafúmenos] ο, (L)
  • person writing (or speaking) about o.s., person writing his own biography (syn αυτοβιογράφος):
    • εμποδίζει δυστυχώς τον αυτοβιογραφούμενο να είναι ειλικρινής η σεμνοτυφία των αναγνωστών της κοινωνίας (Xenop) |
    • οι εξομολογήσεις .. δεν ανακουφίζουν μόνο τον αυτοβιογραφούμενο· ανακουφίζουν και τον αποδέκτη (Panagiotop)

[substantiv. m of kath αυτοβιογραφούμενος, prp of αυτοβιογραφούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go