Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοαπομόνωση [aftoapomόnosi] η, gen αυτοαπομόνωσης & αυτοαπομονώσεως, (L)
- self-imposed isolation:
- περίοδος περισυλλογής και αυτοαπομόνωσης |
- κατάργησε .. την αδιέξοδη ~ του φιλοσοφικού στοχασμού (Theodorakop) |
- ύστερα από τέσσερεις εβδομάδες τέτοιας αυτοαπομονώσεως ο A. απέβαλε τον ρόλο του μισάνθρωπου (Roussos)
[fr kath (neol) αυτοαπομόνωσις, cpd w. (Koumanoudis: 1846 etc) απομόνωσις]
- self-imposed isolation:



