Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοΰπνωση [aftoípnosi] η, (L)
- self-hypnosis (syn αυθυπνωτισμός):
- σωματικές και ψυχικές αλλαγές γεννιούνται από μόνες τους χωρίς την επίδραση εξωτερικής υποβολής, όπως στην .. ~ από το ίδιο το άτομο
[fr kath (Koumanoudis: 1897) αυτοΰπνωσις, cpd w. ύπνωσις; cf (Koumanoudis: 1890) αυτοϋπνωτιζόμενος & (Koumanoudis: 1891) αυτοϋπνωτισμός]
- self-hypnosis (syn αυθυπνωτισμός):



