Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτεπαγωγή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτεπαγωγή η [aftepaγojí] Ο29 : (φυσ.) η γένεση μαγνητικού πεδίου γύρω από αγωγό που τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.

[λόγ. αυτ(ο)- + επαγωγή μτφρδ. αγγλ. self-induction]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεπαγωγή [aftepaγoyí] η, (L) electr
  • self-induction, self-inductance:
    • συντελεστής αυτεπαγωγής self-induction coefficient |
    • ρεύμα αυτεπαγωγής self-induction current

[fr kath (neol) αυτεπαγωγή, cpd w. επαγωγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go