Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτεξούσια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεξούσια [afteksúsia] adv (L)
  • in a self-governing manner, sovereignly, autonomously, independently:
    • υψώνεται σε μεταφυσικήν οντότητα, που ημπορεί .. να απομονώνεται ή να διαχύνεται αυτοδύναμα κι ~ (Chourmouzios)

[der of αυτεξούσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
αυτεξουσιάζω.
  • Kάνω κάπ. αυτεξούσιο, δίνω σε κάπ. όλα τα δικαιώματα που δικαιούται:
    • (Eλλην. νόμ. 5801).

[μτγν. αυτεξουσιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go