Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυταδέλφη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αυταδέλφη η· αυτάδελφη.
  • Aδελφή:
    • (Διγ. Z 1216).

[<αρχ. ουσ. αυτάδελφος. H λ. τον 9. αι. (LBG) και σε σχόλ. (DGE, λ. ος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταδέλφη [afta∂élfi] η, (& αυταδερφή)
  • sister-german, full sister (syn phr L αμφιθαλής αδελφή):
    • η νύχτα είναι της σιωπής αυταδερφή (Mammelis)

[fr MG αυτάδελφη ← MG (schol.) αυταδέλφη, cpd w. αδελφή; cf αυτάδελφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go