Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυλότοιχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλότοιχος ο [avlótixos] Ο20 : τοίχος που περιβάλλει αυλή.

[αυλ(ή)1 -ο- + τοίχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλότοιχος [avlόtixos] ο,
  • wall surrounding a courtyard (syn in αυλόγυρος 1):
    • ψηλός ~ |
    • πήδηξε τον αυλότοιχο |
    • τρία άγρια τσομπανόσκυλα .. πετάχτηκαν από την πίσω μεριά του αυλότοιχου (Myriv) |
    • poem μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα | χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο κλ (Homer Od 14.6 Kaz-Kakr)

[cpd of αυλή & τοίχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go