Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλάκωμα το [avlákoma] Ο49 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυλα κιάζω· αυλάκισμα, αυλάκιασμα: Tο χωράφι θέλει ~ για να μην κρατάει νερά. β. (συνήθ. πληθ.) αυλακιά στο καλλιεργήσιμο έδαφος.
[αυλα κώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλάκωμα [avlákoma] το,
- ① agric process of digging or forming of furrows or ditches (syn αυλάκιασμα)
- ② process or result of formation of furrows or wrinkles:
- για ν' αποφεύγονται .. τα βαθιά αυτά αυλακώματα και το σούφρωμα, που δημιουργούνται στο λαιμό κλ (GLadas)
- ③ groove (made by wheels), furrow, rut (syn in αυλάκι 2):
- βλέπεις .. στο κατώφλι της πύλης τ' αυλακώματα των κάρων των αρχαίων Mεσσηνίων (Ouranis)
- ⓐ groove, flute, furrow, gouge (syn in αύλακα 1):
- το ~ της σπονδυλικής στήλης .. κάνει πιο αισθητή την ένταση των δυο μυών (Karouzos) |
- οι εξωτερικές λεπτομέρειες της ανατομίας δηλώθηκαν με βαθιά χαρακτά αυλακώματα (Karouzou)
[der of *αυλακώ (-όω)]



