Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυγουλάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυγουλάς ο [avγulás] Ο1 θηλ. αυγουλού [avγulú] Ο37 : ο πωλητής αυγών.

[αυγούλ(ι δες στο αυγό) -άς· αυγουλ(άς) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go