Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυγινή
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυγινή [avyiní] η,
  • ① daybreak, dawn (syn in αυγή 1):
    • απριλιάτικη ~ |
    • ξημέρωναν αυγινές, που ο ήλιος δεν έβγαινε από τη θάλασσα (Xenop) |
    • συλλογίστηκε τις αυγινές, όταν το ίδιο αίσθημα μιας αόριστης αναγάλλιασης τον κάτεχε (Pasagiannis)
  • ② acc in adv function (at) dawn (syn in αυγή 1b):
    • επίστευε εκείνη την ~ πως θα την ιδεί (Pasagiannis) |
    • poem μιαν ~ το κούρσεψαν | ανίδρωτοι λοτόμοι (Malakasis)

[substantiv. f of αυγινός; cf ταχινή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go