Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατόλη η [atóli] Ο30 : είδος λιμνοθάλασσας σε μικρό κοραλλιογενές νησί.
[λόγ. < αγγλ. atoll (από γλ. του Ν. Aτλαντικού) -η, θηλ. κατά το νήσος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατόλη [atόli] η, (L) geogr
- ring-shaped coral island or ring of islands surrounding a lagoon, atoll
[fr Fr atoll, this fr a native word of the Maldive Islands]



