Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσαλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατσαλώνω [atsalóno] -ομαι Ρ1 : 1.επικαλύπτω με ατσάλι (σιδερένια) επιφάνεια: ~ το τσεκούρι. 2. (μτφ.) κάνω κτ. ισχυρό και ανθεκτικό όπως το ατσάλι: Οι δυσκολίες ατσάλωσαν το χαρακτήρα του. Γενιά ατσαλωμένη στον πόλεμο.

[ατσάλ(ι) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλώνω [atsalόno] ipf ατσάλωνα, aor ατσάλωσα (subj ατσαλώσω), mediop ατσαλώνομαι, ipf ατσαλωνόμουν, aor ατσαλώθηκα (subj ατσαλωθώ)
  • ① metall. harden or coat a metallic surface w. steel, case harden, steel (syn τσελικώνω, χαλυβώνω):
    • ~ το μαχαίρι, το τσεκούρι
  • ② fig fortify, strengthen, steel (syn L χαλυβδώνω, near-syn δυναμώνω, σκληραίνω):
    • ατσαλώνει τη θέληση, την καρδιά, τη ματιά, την ψυχή του |
    • ατσαλωνόταν με την κάθε πρόκληση |
    • αντί να ατσαλώσουμε, φροντίζουμε με κάθε τρόπο να αδυνατίσουμε τον οργανισμό μας |
    • όλα αυτά δυνάμωναν αμοιβαία το θάρρος των νέων κι ατσάλωναν την πίστη τους στη νίκη (Evelpidis) |
    • τα χέρια του χοντραίνανε και ατσαλώνονταν σφίγγοντας τα συρματόσκοινα στους σκαρμούς (Plaskovitis) |
    • σάμπως θα 'πρεπε η ανήλικη ομορφιά να γνωρίσει πρώτα .. τον κούφιον έρωτα, για ν' ατσαλωθεί ο μεγάλος πόθος (Chourmouzios) |
    • poem στα κορφοβούνια ατσάλωσε το γλήγορο ποδάρι (Sikel)

[der of MG ατσάλιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες