Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλοσύνη η [atsalosíni] Ο30α : η ιδιότητα του άτσαλου· ακαταστασία, τσαπατσουλιά: H ~ του δεν περιγράφεται. || ενέργεια άτσαλη: Άσε τις ατσαλοσύνες.
[άτσαλ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλοσύνη [atsalosíni] η, region. (Pelop)
- untidiness, disorder, mess (syn in ατσαλιά 1)
[der of άτσαλος]



